- πάνεφθος
- πάν-εφθος, ganz gekocht; κασσίτερος, ganz von Schlacken geläutert
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
πάνεφθος — quite boiled masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πάνεφθος — ον, Α 1. ο πάρα πολύ βρασμένος ή ψημένος 2. (για μέταλλα) πάρα πολύ καθαρισμένος, απαλλαγμένος από κάθε ξένη πρόσμιξη. [ΕΤΥΜΟΛ. < παν * + ἑ φθός «βρασμένος, ψημένος, καθαρός» (για μέταλλα)] … Dictionary of Greek
πανέφθου — πάνεφθος quite boiled masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)